- σφενδονοειδής
- -ές, ΝΑαυτός που μοιάζει με σφεντόνα κατά το σχήμα («σφενδονοειδής σύνδεσμος» — σύνδεσμος που εκφύεται από τη λευκή γραμμή και αποσχίζεται σε δύο πέταλα τα οποία περιβάλλουν από τα πλάγια το πέος)νεοελλ.φρ. «σφενδονοειδές θερμόμετρο»(μετεωρ.) θερμόμετρο στο ανώτερο άκρο τού οποίου υπάρχει κρίκος, όπου προσδένεται ανθεκτικό νήμα 60 ώς 80 εκατοστόμετρων, με τη βοήθεια τού οποίου περιστρέφεται το θερμόμετρο σαν σφενδόνη, ερχόμενο, έτσι, σε επαφή με διαφορετικές περιοχές τού ατμοσφαιρικού αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδόνη + ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.